- σιλικόνη
- η, Ν1. συν. στον πληθ. οι σιλικόνεςχημ. συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, οι μακρομοριακές αλυσίδες τών οποίων σχηματίζονται από εναλλασσόμενα άτομα οξυγόνου και πυριτίου και οι οποίες μπορεί να έχουν υγρή, πολτώδη ή ελαιώδη μορφή ή χαρακτηριστικά ελαστομερών, δηλ. καουτσούκ, ή ρητινών, αλλ. πολυσιλοξάνια2. φρ. «ελαστομερής σιλικόνη»(φαρμ.) ελαστικό στερεό και ημιδιαφανές σώμα που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική βιομηχανία καθώς και στην πλαστική χειρουργική, ιδίως για προσθήκες σακιδίων στο στήθος τών γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicon < silex, -icis «χαλίκι, πυρόλιθος» + κατάλ. -on τής χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.